μπιμπίκι

μπιμπίκι
τό
1) прыщик; мелкая сыпь; 2) пух, пушок (у курицы, цыплёнка)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μπιμπίκι" в других словарях:

  • μπιμπίκι — το [μπίμπικας] 1. μικρό εξάνθημα τού προσώπου, σπυράκι, σπιθούρι 2. μικρό φτερό όρνιθας το οποίο δεν έχει αναπτυχθεί …   Dictionary of Greek

  • μπιμπίκι — το ιού, μικρό σπυράκι, η ακμή του προσώπου: Μπήκε στην εφηβεία και γέμισε μπιμπίκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπίμπικας — ο 1. εξάνθημα τού προσώπου, σπυρί, σπιθούρι, μπιμπίκι 2. κοινή ονομασία τού δάκου τής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βέμβιξ «σβούρα, ρόμβος», ενώ κατ άλλους από ιταλ. bimbo «μπέμπης»] …   Dictionary of Greek

  • φαγέσωρος — ο, ΝΑ, θηλ. φαγεσωρῑτις, ίτιδος, Α νεοελλ. ιατρ. βύσμα σμήγματος και κερατινοποιημένων κυττάρων που φράζει τον εκφορητικό πόρο ενός σμηγματογόνου αδένα τού δέρματος και υπό την επίδραση τού αέρα μαυρίζει, κν. μπιμπίκι αρχ. αδηφάγος, λαίμαργος.… …   Dictionary of Greek

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»